- αὐτοποιητικός
- αὐτο-ποιητικός, ή, όν, opp. εἰδωλοποιϊκός,A making not a copy, but the thing itself, Pl.Sph. 266a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αυτοποιητικός — αὐτοποιητικός, ή, όν (Α) αυτός που κάνει όχι το αντίγραφο ή την εικόνα ενός πράγματος, αλλά το ίδιο το πράγμα … Dictionary of Greek
αὐτοποιητικόν — αὐτοποιητικός making not a copy masc acc sg αὐτοποιητικός making not a copy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)